Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Η πιτσουρδέλα με τη σκάτουλα με τα ξυλάκια (ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕΤΑ ΣΠΙΡΤΑ)

Η πιτσουρδέλα με τη σκάτουλα με τα ξυλάκια 

(ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕΤΑ ΣΠΙΡΤΑ)

Διασκευή στην Κερκυραϊκή ντοπιολαλιά
Άγγελος Δ. Γραμμένος

Έριχνε πυκνό χιόνι μπαμπακέλα. Ήτανε η στερνή βραδυά τσι χρονιάς, μπριχού ξημερώσει Πρωτοχρονιά. Έκανε τάραμα και σ' εκείνο το σκοτάδι Αλιτσερίνι , πίσσα, μια πόβερη  πιτσουρδέλα αριβάριζε τη στράτα χωρίς να φοράει τίποτα στο κεφάλι και στα κλιτσιά του.

Βεραμέντε, άμα βγήκε από την κάζα της, ποδέθηκε με τσι παντόφολές της, αλλά δεν τσι βαστίξανε πολύ: ήτανε κάτι μεγάλες παντόφολες, που τσ’είχε λιώσει η μάμα της, τόσο μεγάλες ώστε η μικρή τσι έχασε, καθώς έτρεξε αλαπρέστα να περάσει τη στράτα, ανάμεσα σε δυο άμαξες και σε μία λίσα που λίγο έλειψε να τηνε χτυπήσει. Τη μια παντόφολα την έχασε. Την άλληνε, τηνε βρήκε ένα πιτσουρδέλι και τηνε πήρε μαζί του, για να τηνε δώκει στην αδερφούλα του, να τηνε κάμει κούνια για την κουτσούνα της.

Η πιτσουρδέλα αριβάριζε ξυπόλητη και τα κλιτσιά της είχανε μαργώσει και μελανιάσει από το τάραμα. Μέσα στην μπούρσα τση κουρελιασμένης μπροστέλας της είχε ένα σωρό ξυλάκια. Στο χέρι της βαστούσε κι άλλες σκάτουλες γιομάτες με ξυλάκια, γιατί αυτή τη μπακατέλα έκανε για λαβόρο: πουλούσε σκάτουλες με ξυλάκια τσι στράτες.

Όμως εκείνη τη μέρα δεν είχε κάμει ούτε χερικό και δεν είχε πουλήσει ούτε μια σκάτουλα, γιατί οι άνθρωποι τρεχανε αλαπρέστα να προφυλαχτούνε σε παραβέντα από το τάραμα κι από τη μπαμπακέλα το  χιόνι, και κανένας  δε στεκότανε να αγοράσει ξυλάκια. Δεν είχε πουλήσει ούτε μια σκάτουλα και από όβολα δεν είχε πιάκει ούτε ένα μπικικίνι στην μπούρσα της. Η πιτσουρδέλα πειναγε, αναρίτσιενε ολάκερη από το τάραμα και ήτανε η πόβερη, μινινέλα και λιγάθινη.

Η άχαρη! Οι νιφάδες τσι μπαμπακέλας πέφτανε πάνω στη φραντζέτα και τα ξανθά αλαρουμάνα και ρίτσα μαλλάκια της που πέφτανε στο λαιμό της. Τα φωτερά κανανε να κιλαντρίζανε τα λιάστρα από τσι φανέστρες κι έφτανε ίσαμε τη στράτα η μοσκοβολιά από τσι γκαλίνες, τσι φαραλωνες και τα γάλικα που ψηνανε τσι κουζίνες. Ήτανε παραμονή τσι Πρωτοχρονιάς, σε ένα μικρό καμπιέλο, μια μικρή ξεχυτή με πιτερια σε ένα  γωνιακό παραβέντο, ανάμεσα σε δυο σπίτια.

Η πιτσουρδέλα μάργωνε όλο και πιο πολύ και το κρύο γινότανε πίλιο χειρότερο αλλά δεν ντρομούσε να γυρίσει σπίτι της: θα πήγαινε τσι σκάτουλες με τα ξυλάκια απούλητες κι ούτε ένα μπικικίνι. Ο σφέντης της θα τηνε μάλωνε κι άλλωστε, μήπως και μέσα στην κάζα της δεν έκανε τόσο τάραμα; 'Μένανε αψήλου, σε μια σοφίτα Αμπιτάντε, και το φισούνι πέρναγε ανάμεσα απο τσι τρύπες τσι σκεπής, μ' όλο που τσι πιο μεγάλες τσ’είχανε βουλώσει με σανό και ρομπαβεκιες.

Τα άχαρα τα χεράκια της τσιγκρώσανε και δεν τα' νιωθε πια από το πολύ το τάραμα. 'Ένα ξυλάκι θα τα ζέσταινε λιγάκι. Αμα του βαστούσε να βγάλει ένα, μονάχα ένα, απ' τη σκάτουλα και να τ' ανάψει να ζεστάνει τα δάχτυλά της; Τράβηξε ένα: κριτς! Πώς κιλάντριζε! Ω κάπο!!! Ήτανε μια φλογίτσα πούρα και ζεστή κι έμοιαζε με τσερίνι, καθώς τηνε σκέπασε με τσι χούφτες της. Τι παράξενο φως! 'Έμοιαζε τώρα μ' ένα πιτσουρδέλι, καθισμένο μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, που το καπάκι της ήτανε γυαλιστερό

Η φωτιά έκαιγε εκεί μέσα τόσο υπέροχα και ζέσταινε τόσο καλά! Αλλά τι έγινε; Μόλις η πιτσουρδέλα άπλωσε τα κλιτσιά της για να τα ζεστάνει, η φλόγα έσβησε και η σόμπα εξαφανίστηκε. Η πιιτσουρδέλα βρέθηκε πάλι καθισμένη στη γωνιά της, ανάμεσα σε δυο σπίτια, και βαστούσε στο χέρι της ένα ξυλάκι καμένο.

Άναψε και δεύτερο ξυλάκι, και, καθώς το κιλάντρισμα έπεσε πάνω στον τοίχο του σπιτιού, η πιτσουρδέλα μπορούσε τώρα να δει μια μεγάλη κάμαρα, όπου ήτανε στρωμένο ένα τραπέζι, με κάτασπρο τουβαέλι, με πιάτα από πορτσελάνα που κιλαντριζανε και ο τοίχος έγινε διάφανος σαν ατμός με μια μεγάλη πορτσελάνινη πιατέλα, όπου μια χήνα ψημένη άχνιζε και σκόρπιζε μια ορεχτική μοσκοβολιά.

Τι έκπληξη! Τι ευτυχία! Ξαφνικά, η ψημένη χήνα πήδησε από την πιατέλα και κύλησε στο πάτωμα, με το πιρούνι και το μαχαίρι καρφωμένα απάνω της. Κι η ψημένη χήνα κύλησε ως εκεί που καθότανε η φτωχή πιτσουρδέλα. Αλλά το ξυλάκι έσβησε και, μπροστά στην πιτσουρδέλα ορθώθηκε πάλι ο χοντρός και κρύος τοίχος των σπιτιών. 'Άναψε αμέσως και τρίτο ξυλάκι. Και τότε η φτωχή πιτσουρδέλα είδε πως καθόταν πάνω σε ένα χρυσό σκάνιο κάτω από ένα υπέροχο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Ήτανε πίλιο μεγάλο και πίλιο πλούσια στολισμένο, από κείνο που είχε δει, τα περασμένα Χριστούγεννα μέσα από τη τζαμένια πόρτα, στο μέγαρο του πλούσιου παρτσινέβελου. Χίλια τσερίνια ήταν αναμμένα πάνω στα πράσινα κλαδιά του και κάτι πολύχρωμες φιγούρες, σαν εκείνες που στολίζουνε τσι βιτρίνες των μαγαζιών τσι καζότανε ότι τσι χαμογελούσανε. Η φτωχή πιτσουρδέλα σήκωσε τα δυο της χεράκια. Το ξυλάκι έσβησε.

Όλα τα τσερίνια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ανεβαίνανε, ανεβαίνανε και τότε είδε πως δεν ήτανε τσερίνια, αλλά αστέρια. 'Ένα απ' αυτά τ' αστέρια έπεσε και χάραξε μια φωτεινή γραμμή στον ουρανό. «Κάποιος πεθαίνει» μουρμούρισε η πιτσουρδέλα. Γιατί η νόνα της, που μόνο εκείνη ήτανε καλή γι' αυτό, αλλά δεν ζούσε πια, τσι λεγε συχνά: «Άμα πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχούλα αριβάρει για το Θεό.»

Η άκλαιρη η πιτσουρδέλα άναψε άλλο ένα ξυλάκι. Μέσα στη λάμψη του, παρουσιάστηκε η νόνα της και τσι χαμογέλαγε. Νόνα», φώναξε η πιτσουρδέλα, «πάρε με μαζί σου».

«Όταν θα σβήσω το ξυλάκι, ξέρω πως δε θα είσαι πια εδώ. Θα χαθείς, όπως χάθηκαν η αναμμένη σόμπα, η ψημένη χήνα και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.» Πήρε την πιτσουρδέλα στην αγκαλιά της η νόνα, θαραπαϊκανε και οι δύο και πετάξανε χαρούμενες, μέσα σ' εκείνη τη λάμψη. Δεν υπήρχε πια ούτε τάραμα, ούτε πείνα, ούτε αγωνία.

Ήτανε κοντά στο Θεό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου